- Θηβαίας
- Θηβαί̱ᾱς , Θηβαῖοςto Thebesfem acc plΘηβαί̱ᾱς , Θηβαῖοςto Thebesfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίπυργος — καλλίπυργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους πύργους («καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίας χθονός», Ευρ.) 2. φρ. «καλλίπυργος σοφία» η υψηλή, η εξέχουσα σοφία («καλλίπυργον σοφίαν κλεινοτάτην ἐπασκῶν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
πύργωμα — το, ΝΑ [πυργῶ] 1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.) 2. στον πληθ. τα πυργώματα τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek